- στέμβω
- ΜΑκινώ εδώ και εκεί, ανακινώμσν.κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ-μ-βω, όπως και οι τ. ἀ-στε-μ-φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ-μ-φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό-μ-φος* / στό-μ-φαξ «ηχηρός, εμφατικός λόγος, λοιδορία», είναι εκφραστικοί τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, γεγονός που επιβεβαιώνουν αφ' ενός η παρουσία έρρινου ενθήματος -μ- στους περισσότερους τ. (εκτός τού τ. στόβος «λοιδορία», που θεωρείται δευτερογενής και μτγν., πρβλ. νύμφη: νύφη) και αφ' ετέρου η εναλλαγή στους τ. άηχου δασέος συμφώνου -φ- και ηχηρού μέσου συμφώνου -δ- (πρβλ. στρεβλός: στρόμβος: στρέφω, θρόμβος: τρέφω, θάμβος: ταφεῖν). Εκτός τής Ελληνικής, οι τ. θα μπορούσαν να συνδεθούν με αρχ. άνω γερμ. stampfon και μσν. άνω γερμ. stampfen «χτυπώ, συνθλίβω». Η σύνδεση, εξάλλου, τών τ. με το ρ. στέφω* και η αναγωγή τους σε ΙΕ ρίζα *steb(h)- «στηρίζω», ενώ μορφολογικά θα μπορούσε να σταθεί, προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες (βλ. και λ. στέφω). Οι σημασιολογικές, άλλωστε, δυσχέρειες εντοπίζονται και στην ίδια τη σημ. τού ρ. στέμδω. Αρχική σημ. τού ρ. είναι η «σείω, τινάζω, ανακινώ» (πρβλ. ἀ-στεμφής «στέρεος, αμετακίνητος»), απ' όπου «προσκρούω, συνθλίβω» στο παράγωγο στέμφυλο(ν) «μάζα που απομένει μετά την σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών». Στη Μεσαιωνική η σημ. τού ρ. εξελίχθηκε «ἐπί κακῷ» σε «κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω, λοιδορώ», απ' όπου το παράγωγο στόβος «λοιδορία». Από τη σημ., τέλος, «υβρίζω, χλευάζω» στα παράγωγα στόμφος / στόμφαξ το θ. τού ρήματος χρησιμοποιήθηκε με την έννοια «φωνάζω, κραυγάζω» για να δηλώσει το ηχηρό, εμφατικό και επικριτικό ύφος στον λόγο].
Dictionary of Greek. 2013.